χοροποί'

χοροποί'
χοροποιά , χοροποιός
instituting
neut nom/voc/acc pl
χοροποιέ , χοροποιός
instituting
masc/fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χοροποιός — όν, Α 1. αυτός που συγκροτεί τον χορό, χορολέκτης* 2. (στην ποίηση) (με σημ. ουσ.) ηγέτης τού χορού, ο κορυφαίος τού χορού («ὦ θεῶν χοροποί ἄναξ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + ποιός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”